- κενανδρία
- κενανδρία, ἡ (Α) [κένανδρος]η λειψανδρία, η έλλειψη ανδρών σε κάποια χώρα («πρὸς τάδ' ὡς Σούσων μὲν ἄστυ πᾱν κενανδρίαν στένει», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κενανδρίαν — κενανδρίᾱν , κενανδρία lack of men fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek